ὀξυγώνιος

ὀξυγώνιος
ὀξυγώνιος
acute-angled
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξυγώνιος — α, ο (Α ὀξυγώνιος, ον) αυτός που έχει οξεία γωνία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες αρχ. το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γωνία (πρβλ. αμβλυ γώνιος] …   Dictionary of Greek

  • οξυγώνιος — α, ο (γεωμ.), κυρίως για τρίγωνο, αυτό που έχει και τις τρεις γωνίες μικρότερες από 90° (οξείες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀξυγωνιώτατον — ὀξυγώνιος acute angled masc acc superl sg ὀξυγώνιος acute angled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγώνιον — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem acc sg ὀξυγώνιος acute angled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίοις — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίου — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίους — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίων — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίῳ — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγώνια — ὀξυγώνιος acute angled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”